Άλκηστις Χριστοφίλου, LL.M., L.S.E. Εταίρος IKPR I. K. Ρόκας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία
Στο άρθρο αυτό θα μας απασχολήσει η ασφάλιση της αστικής ευθύνης του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, όταν αναθέτει την εκτέλεση της μεταφοράς σε μεταφορέα.
Τα ασφαλιστήρια συνήθως προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να τηρεί ο μεταφορέας. Έτσι, είναι συνηθισμένος όρος στις ασφαλίσεις διεθνών οδικών μεταφορών, ότι σε περίπτωση που σταθμεύσει το αυτοκίνητο, ο οδηγός οφείλει να εξασφαλίσει ότι το αυτοκίνητο θα κλειδώνεται και θα σταθμεύει σε φυλασσόμενο χώρο όπως σε αναγνωρισμένο χώρο parking.
Αν δεν τηρηθεί ο όρος αυτός, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 5 του νόμου 2496/1997 για την ασφαλιστική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από την υποχρέωση για καταβολή του ασφαλίσματος αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων και των νομίμων εκπροσώπων τους ή των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης. Ο ασφαλιστής εξάλλου στην περίπτωση αυτή θα δικαιούται μόνον το δεδουλευμένο ασφάλιστρο.
Τα δικαστήρια έχουν κρίνει επανειλημμένα, ότι ο μεταφορέας έχει βαριά αμέλεια όταν εγκαταλείψει το φορτηγό αφύλακτο σε σημείο μη φυλασσόμενο, για να διανυκτερεύσει ή έστω και για μικρές διακοπές της διαδρομής.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου που δημοσιεύουμε έκρινε μια περίπτωση σχετικά οριακή, όπου ο μεταφορέας είχε μόλις παραλάβει το έμφορτο φορτηγό με το εμπόρευμα, το μετακίνησε σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από την αποθήκη του φορτωτή, το κλείδωσε και επέστρεψε στα γραφεία του φορτωτή για να παραλάβει τα φορτωτικά έγγραφα. Το φορτηγό κλάπηκε ολόκληρο, και το δικαστήριο έκρινε ότι και στην περίπτωση αυτή απαλλάσσεται ο ασφαλιστής.
Έκρινε μάλιστα συγκεκριμένα, ότι δεν είναι καταχρηστικός ο όρος του ασφαλιστηρίου που απαλλάσσει τον ασφαλιστή, δεδομένου ότι ο μεταφορέας οφείλει να μην εγκαταλείπει χωρίς οποιαδήποτε επιτήρηση φορτίο σημαντικής αξίας για χρόνο αρκετό ώστε να κλαπεί, χωρίς να ενδιαφέρει αν υπήρχε δυνατότητα να βρει σε εύλογη απόσταση οργανωμένο φυλασσόμενο χώρο για να το σταθμεύσει. Δεν διαταράσσεται δηλαδή υπέρμετρα η συμβατική ισορροπία μεταξύ των μερών σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, έτσι ώστε να κριθεί καταχρηστικός και άρα άκυρος ο όρος.
Τα κρίσιμα σημεία της απόφασης του Αρείου Πάγου με αριθ. 921/2009 αναδημοσιεύονται στη συνέχεια από την Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου, τεύχος 3/2009, σελ. 588.
«Το Εφετείο …….. δέχθηκε, …… ως αποδειχθέντα, ότι η ενάγουσα, ως παραγγελιοδόχος μεταφορών, ανέλαβε στις *, μετά από συμβάσεις που συνήψε με τρίτους, την υποχρέωση μεταφοράς διαφόρων εμπορευμάτων από την … στη., και τη … Την ίδια ημέρα η ενάγουσα ανέθεσε στον δεύτερο από τους εναγομένους τη μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών, με το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … δημοσίας χρήσεως φορτηγό του αυτοκίνητο, για τις οποίες ο τελευταίος εξέ¬δωσε τις με αριθμό … και … φορτωτικές του.
Εξ άλλου με το με αριθμό … ασφαλιστήριο συμβόλαιο η ενά¬γουσα είχε συνάψει με την πρώτη εναγομένη σύμβαση ασφαλίσεως, με βάση την οποία η τελευταία ανέλαβε να καλύψει την αστική της ευθύνη (ενάγουσας), για ζημίες που τυχόν θα προκαλούνταν κατά τις αναλαμβα¬νόμενες μεταφορές εμπορευμάτων εντός της Ελληνικής Επικράτειας με ίδια μεταφορικά μέσα έως το ποσό των * δραχμών. Στο κεφάλαιο των «εξαιρούμενων κινδύνων» του άνω ασφαλιστηρίου αναγράφεται ότι: «Ρη¬τά αποκλείονται οι απώλειες, ζημίες, έξοδα ή ευθύνη που οφείλονται ολικά άμεσα ή έμμεσα σε δόλο ή βαρειά αμέλεια του προσωπικού του Ασφαλισμένου», ενώ στο κεφάλαιο των «ειδικών υποχρεωτικών όρων για τη μεταφορά» τίθεται ο εξής όρος: «σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της οδικής μετα¬φοράς το φορτηγό αυτοκίνητο σταθμεύσει, αυτή η στάθμευση θα πρέπει να γίνει σε αναγνωρισμένους χώρους στάθμευσης parking και τα οχήματα να είναι υπό συνεχή επίβλεψη και να κλειδώνονται». Ότι τα εμπορεύματα φορτώθηκαν σε άριστη κατάσταση στο παραπάνω φορτηγό αυτοκίνητο …
Μόλις ολοκληρώθηκε η φόρτωση, ύστερα από υπόδειξη των υπαλλήλων της πρώτης των εναγομένων o δεύτερος τούτων, για να μην εμποδίζει τις φορτώσεις άλλων φορτηγών αυτοκινήτων που ανέμεναν τη σειρά τους, απομάκρυνε το δικό του φορτηγό από το χώρο φορτώσεως, σε απόσταση 50 περίπου μέτρων από την αποθήκη της ενάγουσας και αφού το κλείδωσε απλώς, επέστρεψε στα γραφεία της τελευταίας προκειμένου να λάβει τα τιμολόγια και λοιπά έγγραφα της μεταφοράς τα οποία δεν είχαν ακόμη εκδοθεί.
Η έκδοση των άνω εγγράφων που αφορούσε τον άνω αναφερόμενο σημαντικό αριθμό παραγγελέων, κατά την κοινή πείρα λόγω του αριθμού τους καθυστέρησε τουλάχιστον επί ημίωρο, κατά το οποίο ο εναγόμενος ιδιοκτήτης του φορτηγού είχε εγκαταλείψει τούτο έμφορτο, σε μη οργανωμένο χώρο στάθμευσης (parking), χωρίς φύλαξη οποιαδήποτε οπτική επαφή με αυτό, στην άνω περιοχή που αποτελείται από βιοτεχνικούς και βιομηχανικούς χώρους που κατά την παραπάνω απογευματινή ώρα δεν λειτουργούσαν.
Μετά την παραλαβή των άνω εγγρά¬φων και την επιστροφή του εν λόγω οδηγού στον τόπο στάθμευσης του φορτηγού διαπίστωσε ότι τούτο μαζί με το φορτίο του είχε εξαφανισθεί. Το φορτηγό αυτοκίνητο βρέθηκε την επόμενη ημέρα, χωρίς το φορτίο του σε ερημική τοποθεσία του …, με παραβιασμένη την κλειδαριά της πόρτας του συνοδηγού…
Ότι ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, η απώλεια των μεταφερόμενων εμπορευμάτων οφείλεται σε υπαιτιότητα του δευτέρου εναγόμενου και ειδικότερα σε βαρεία αμέλεια αυτού, ο οποίος στάθμευσε το φορτηγό του αυτοκίνητο με φορτίο μεγάλης αξίας, του οποίου γνώριζε το περιεχόμενο του, διότι ήταν παρών κατά την φόρτωση και του οποίου δεν υπήρχε επαρκής προστασία, διότι προστατευόταν μόνο από «μουσαμά», που μπορούσε εύκολα να παραβιασθεί, και συγχρόνως σε χώρο αφύλακτο και προσιτό σε οποιονδήποτε τρίτο, όπου δεν μπορούσε να το ελέγξει για σημαντικό χρόνο που ήταν κατά την κοινή πείρα επαρκής για να παραβιασθεί από τρίτους η πόρτα του συνοδηγού και να κλαπεί το όχημα, το οποίο δεν είχε εφοδιάσει ούτε με σύστημα συναγερμού ή άλλο αντικλεπτικό σύστημα, ούτε φρόντισε να λάβει άλλο μέτρο προφύλαξης, με την παρουσία συνοδηγού ή τρίτου από τους υπαλλήλους της πρώτης εναγόμενης, ο οποίος θα έλεγχε το φορτηγό όσο θα έλειπε και θα απετρέπετο με τον τρόπο αυτό η κλοπή του φορτηγού και του εμπορεύματος.
Κάθε μέσος συνετός οδηγός όφειλε και μπορούσε κάτω από τις περιστάσεις αυτές να προβλέψει ως λίαν πιθανή την κλοπή του εγκαταλειφθέντος αφύλακτου επί τόσο χρόνο αυτοκινήτου του, παρόλα αυτά όμως ο εν λόγω εναγόμενος που, ως επί σειρά ετών, μέσος επαγγελματίας οδηγός και με σημαντική συνεπώς πείρα στους κινδύνους που ελλοχεύουν σε παρόμοιες μεταφορές, αν και προέβλεψε ως πιθανό τον κίνδυνο απώλειας του έμφορτου με σημαντικό εμπόρευμα αυτοκινήτου του (ενόψει μάλιστα του ότι ο μουσαμάς του οχήματος του δεν παρείχε επαρκή προστασία και μπορούσε να παραβιασθεί) δεν φρόντισε από βαρεία αμέλειά του να λάβει οποιοδήποτε από τα άνω μέτρα για τη φύλαξη του για την αποτροπή του εν λόγω κινδύνου.
Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το ότι στη λεωφόρο … σταθμεύουν συνήθως φορτηγά αυτοκίνητα, τα οποία όμως δεν είναι έμφορτα εμπορευμάτων για να αποτελέσουν στόχο των δραστών που απέβλεπαν, όπως προέκυψε και στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο στο τυχόν φορτίο των φορτηγών, ενώ η συγκεκριμένη οδός δεν ήταν επίσης πολυσύχναστη, όσον αφορά τις απογευματινές και νυχτερινές ώρες, διότι στην οδό δεν βρίσκονται κατοικίες αλλά μάντρες και λοιποί επαγγελματικοί χώροι, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε δεν λειτουργούν κατά τις συγκεκριμένες ώρες.
Ακολούθως, έκρινε ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας ότι δεν ευθύνεται για τη συγκεκριμένη απώλεια του εμπορεύματος που επήλθε από βαρειά αμέλεια του παραπάνω οδηγού, τον οποίο η ενάγουσα είχε προστήσει στη μεταφορά και συγχρόνως στην κατά τη διάρκεια της υπηρεσία φύλαξης του εμπορεύματος, σύμφωνα με τη διάταξη του, αρ. 7 παρ. 5 του ν. 2496/1997 (ΑΠ 1/2001).
Ότι υπό την έννοια αυτή ο εν λόγω προστηθείς στη φύλαξη του εμπορεύματος οδηγός υπάγεται στο «προσωπικό» της ενάγουσας και συνεπώς η εναγομένη δεν ευθύνεται επίσης για την ά¬νω βαρεία αμέλειά του, με βάση και τον εκτεθέντα πρώτο όρο του υπ’ αριθ. … ασφαλιστικού ως άνω συμβο¬λαίου (αρ. 361 ΑΚ), με το οποίο είχε ρητά αποκλεισθεί οποιαδήποτε ευθύνη της ενάγουσας για απώλειες, ζημίες, έξοδα που οφείλονται ολικά άμεσα ή έμμεσα σε δόλο ή βαρειά αμέλεια του προσωπικού του ασφαλι¬σμένου.
Περαιτέρω έκρινε ότι η ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου αποτελεί συγχρόνως παραβίαση από βαρειά αμέλεια και των υποχρεωτικών όρων που είχαν τεθεί στην ενάγουσα στο κεφάλαιο των «ειδικών υποχρεωτικών όρων για τη μεταφορά», δηλαδή του όρου που προέβλεπε κατά τρόπο σαφή ότι «σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της οδικής μεταφοράς το φορτηγό αυτοκίνητο σταθμεύσει, αυτή η στάθμευση θα πρέπει να γίνει σε αναγνωρισμένους χώρους στάθμευσης parking (όπως διόδια, Σ.Ε.Α., Motel,…) και τα οχήματα να είναι υπό συνεχή επίβλεψη και να κλειδώνονται».
Με τον παραπάνω όρο παρα¬τίθεται με σαφή τρόπο η συγκεκριμένη επιμέλεια, ιδίως της επαρκούς επιτήρησης του οχήματός του που θα πρέπει να επιδεικνύει κατά τη μεταφορά κάθε συνετός οδηγός φορτίων σημαντικής αξίας, ώστε να μην καταλείπεται επαρκής, κατά τις αρχές της κοινής πείρας και των συναλλακτικών ηθών, χρόνος για την δημιουργία κινδύνου απώλειας των εμπορευμάτων.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο άνω προστηθείς στη φύλαξη του ε¬μπορεύματος οδηγός επέδειξε την κατά τα άνω εκτεθέντα βαριά αμέλεια, να εγκαταλείψει δηλαδή χωρίς ο¬ποιαδήποτε επιτήρηση φορτίο σημαντικής αξίας και για χρόνο που ήταν αρκετά, όπως αναφέρθηκε, επαρκής για να προκληθεί κίνδυνος παραβίασης και κλοπής του αυτοκινήτου μαζί με το εμπόρευμα, ώστε και από την παραπάνω μόνο παράλειψη να επέλθει το αποτέλεσμα της απώλειας του εμπορεύματος, ανεξάρτητα δηλαδή ακόμη και αν δεν είχε τη δυνατότητα να ανεύρει σε εύλογη απόσταση οργανωμένο (φυλασσόμενο) χώρο να σταθμεύσει το όχημα του.
Ότι με τους παραπάνω όρους της ασφαλιστικής σύμβασης οριοθετούνται κατά τρόπο σαφή τα όρια ευθύνης των συμβαλλομένων, στα πλαίσια προστασίας του εμπορεύματος κατά τη μετα¬φορά, προς το συμφέρον αμφοτέρων των συμβαλλομένων, και της συγκεκριμένης ενόψει αυτού επιμέλειας που πρέπει να επιδεικνύεται προς τούτο από το μεταφορέα οδηγό και αφορά κάθε συνετό οδηγό μεταφοράς σημαντικής αξίας φορτίων. Εξ άλλου στη σύμβαση προβλέπονται τρόποι προστασίας του εμπορεύματος που παρέχουν και εναλλακτικά τη δυνατότητα στον μεταφορέα να επιτύχει την προστασία του εμπορεύματος είτε με τη στάθμευση του οχήματος σε οργανωμένους φυλασσόμενους χώρους, είτε με την επαρκή σε χρόνο επι¬τήρηση του οχήματος.
Επομένως και αν θεωρηθεί ότι ο σχετικός όρος της ασφαλιστικής συμβάσεως διευρύ¬νει κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο τις περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, εν τούτοις δεν μπορεί να θεωρηθεί συγχρόνως ότι περιορίζει και υπέρμετρα την ευθύνη του λήπτη της ασφάλισης προμηθευτή (αρ. 2 παρ. 7 περ. ιγ’ του ν. 2251/1994), και ότι συνεπώς δημιουργείται δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής. Ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό της ενάγουσας περί ακυρότητας, λόγω καταχρηστικότητας του ως άνω συμβατικού όρου (αρ. 2 παρ. παρ. 6 και 7 ν. 2251/1994 και 281 ΑΚ). Περαιτέρω, α¬φού δέχθηκε ως βάσιμη την προβληθείσα από την εναγομένη ως άνω ένσταση απαλλαγής, απέρριψε την αγω¬γή κατ’ ουσίαν.
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσεως, αφού διέλαβε σαφείς, πλήρεις και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής των ως άνω διατάξεων των αρ. 7 παρ. 5 ν. 2496/1996, 361 και 330 εδ. β’ ΑΚ, 2 παρ. 5 ν. 2251/1994, 5 εδ. β’ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενώ δεν παραβίασε αυτές των αρ. 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες ορθώς δεν εφήρμοσε, αφού δεν διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλή¬σεως των συμβληθέντων διαδίκων και εντεύθεν την ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας αυτών.
Πηγή: insuranceworld
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΑΝΕΛΑΚΗ