Όταν η ασφάλιση αφορά αποκλειστικά και μόνον τις υποχρεωτικές καλύψεις αστικής ευθύνης έναντι τρίτων εξαιτίας της πρόκλησης υλικών ζημιών και σωματικών βλαβών από την κυκλοφορία του ασφαλισμένου οχήματος, κατά κανόνα δεν προκύπτει κανένα πρόβλημα όσο αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των όρων, οι οποίοι είναι σε γενικές γραμμές γνωστοί και κατανοητοί σε όλους.
Οι πιο συχνές περιπτώσεις όπου και ανακύπτει πρόβλημα στην παροχή ασφαλιστικής καλύψεως είναι οι εξής:
α) όταν η οδήγηση γίνεται από οδηγό, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση μέθης ή υπό την επήρεια τοξικών ουσιών,
β) όταν ο οδηγός δεν έχει δίπλωμα που να του επιτρέπει να οδηγεί το συγκεκριμένο όχημα,
γ) όταν η ζημία στον τρίτο προκαλείται από το μεταφερόμενο φορτίο.
Η ασφαλιστική Εταιρία δεν μπορεί στις παραπάνω περιπτώσεις να αρνηθεί την καταβολή της αποζημιώσεως στους τρίτους ζημιωθέντες, έχει όμως, βάσει συγκεκριμένων διατάξεων, το δικαίωμα να απαιτήσει στη συνέχεια ότι κατέβαλε από τον ίδιο τον ασφαλιζόμενο.
Περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική Εταιρία μπορεί να αρνηθεί την καταβολή αποζημιώσεως και στον τρίτο, αποτελεί η πρόκληση του ατυχήματος με πρόθεση του οδηγού του ασφαλιζομένου οχήματος.
Όταν συνάπτεται ασφαλιστική σύμβαση ιδίων ζημιών (μικτή κάλυψη), πράγμα που σημαίνει ότι καλύπτονται οι ζημίες στο ασφαλιζόμενο όχημα προκαλούμενες από σύγκρουση, πρόσκρουση, εκτροπή, ανατροπή και πτώση του, ανεξαρτήτως εάν φταίει ο οδηγός του, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να προσέξει μερικά επιπρόσθετα στοιχεία:
Ειδικότερα και εξαιτίας του γεγονότος ότι πρόκειται για προαιρετική ασφάλιση, η οποία ρυθμίζεται από όρους και παρέχεται υπό προϋποθέσεις που συμφωνούνται μεταξύ των συμβαλλομένων, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και προσοχή στην κατανόηση του συμβολαίου και των συνημμένων όρων του.
Η Υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης
Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να καλέσει την φροντίδα ατυχήματος επιτόπου στο ατύχημα και εάν δεν υπάρχει τρίτο εμπλεκόμενο όχημα οπωσδήποτε την τροχαία για να καταγραφεί το συμβάν.
Την επόμενη εργάσιμη του ατυχήματος θα πρέπει να ενημερώσει την ασφαλιστική εταιρεία προκειμένου να υποβάλει δήλωση ατυχήματος και να ελέγξει το όχημα του πραγματογνώμονας .
Προσοχή ! Παράλειψη εφαρμογής των ανωτέρω είναι πιθανό να οδηγήσει σε εξαίρεση της ζημίας !
Η Απαλλαγή
Συγκεκριμένα αναφέρουμε το θέμα της απαλλαγής που προβλέπεται στα σχετικά συμβόλαια.
Πρόκειται για ένα συμφωνημένο ποσό, μέχρι το οποίο δεν ενεργοποιείται η κάλυψη και υποχρεούται ο ίδιος ο ασφαλιζόμενος να καλύψει την προκαλούμενη ζημία. Το ποσό της απαλλαγής αποτελεί παράμετρο υπολογισμού του ασφαλίστρου.
Η Πραγματική Αξία
Επίσης ο ασφαλιζόμενος πρέπει να δείξει ιδιαίτερη επιμέλεια στο θέμα της αξίας του ασφαλιζομένου οχήματος, η οποία εύλογο είναι να αναπροσαρμόζεται κάθε έτος ώστε να ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα.
Για να είναι πλήρης η αποζημίωση πρέπει απαραιτήτως να έχει ασφαλιστεί το όχημα στην πραγματική του αξία και να έχει καταβληθεί το ασφάλιστρο που αναλογεί.
Διαφορετικά, εάν δηλαδή το όχημα ασφαλιστεί για μικρότερο από την αξία του ποσό, οπότε κατά συνέπεια έχει καταβληθεί χαμηλότερο ασφάλιστρο θα είναι και η αποζημίωση μειωμένη αναλογικά, εξαιτίας της υπασφάλισής του.
Έτσι, π.χ. εάν ο πελάτης έχει ασφαλίσει το όχημά του για το 50% της πραγματικής του αξίας, τότε θα πληρωθεί το 50% της ζημίας του.
Αντίστοιχα το ανώτατο όριο της αποζημίωσης που μπορεί να καταβληθεί είναι πάντοτε η πραγματική αξία του ασφαλιζομένου οχήματος κατά το χρόνο του ατυχήματος, η οποία προσδιορίζεται με βάση τον τύπο του, την κατάστασή του, τα έτη κυκλοφορίας του κ.λ.π..
Ως εκ τούτου και εάν ακόμη το όχημα είναι ασφαλισμένο για ποσό μεγαλύτερο της αξίας του, το ποσό αυτό δεν μπορεί να καταβληθεί (π.χ. σε περίπτωση ολοσχερούς καταστροφής του), διότι η αποζημίωση δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει την πραγματική αξία του περιουσιακού αγαθού που ασφαλίζουμε.
2010-07-28