γράφει η Άλκηστις Χριστοφίλου, LL.M., L.S.E. Εταίρος IKRP I.K. Ρόκας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία
Εναρμονίσθηκε με το προεδρικό διάταγμα 148/29.9.2009 η κοινοτική οδηγία 2004/35/ΕΚ «σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας».
Το ενδιαφέρον για την ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι, ότι ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε να καταστήσει υποχρεωτική την κάλυψη της ευθύνης του ρυπαίνοντος έναντι του δημοσίου, με ιδιωτική ασφάλιση ή άλλη χρηματοοικονομική εγγύηση. Η υποχρέωση κάλυψης ήδη ξεκίνησε την 1η Μαϊου 2010, προϋποθέτει όμως στην πράξη την έκδοση υπουργικής απόφασης που θα εξειδικεύει τους όρους εφαρμογής.
Η οδηγία διαμορφώνει το πλαίσιο για την περιβαλλοντική ευθύνη βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η αρχή αυτή προβλέπεται ήδη στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και συμβάλλει ουσιαστικά στην υλοποίηση των στόχων της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής.
Ο σκοπός της είναι προληπτικός και αποκαταστατικός, και αφορά τις ζημίες που προκαλούνται στο προστατευόμενο υδάτινο περιβάλλον, στα προστατευόμενα είδη και στα φυσικά ενδιαιτήματα, όπως επίσης και στο έδαφος, αν η ρύπανση ή η μόλυνση δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Δηλαδή αφορά τμήματα του περιβάλλοντος που ήδη περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένη προστατευτική νομοθεσία και προστατευτικές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επισημαίνεται ότι η οδηγία δεν αφορά σωματικές ή περιουσιακές βλάβες σε ιδιώτες.
Προϋπόθεση εφαρμογής της αρχής της περιβαλλοντικής ευθύνης είναι, οι περιβαλλοντικές ζημίες να οφείλονται στις επικίνδυνες επαγγελματικές δραστηριότητες που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, ή και σε άλλες, αρκεί να είναι ζημιογόνες ή απειλητικές για το περιβάλλον. Επιπλέον πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στη ζημία και τις δραστηριότητες αυτές. Η ζημία θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη.
Οι επικίνδυνες επαγγελματικές δραστηριότητες του Παραρτήματος ΙΙΙ αφορούν κυρίως τους εξής τομείς, στους οποίους θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω:
• γεωργικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες που προϋποθέτουν άδεια,
• δραστηριότητες που συνεπάγονται την απόρριψη βαρέων μετάλλων στα ύδατα ή στην ατμόσφαιρα,
• παραγωγή, μεταφορά και χρήση επικίνδυνων χημικών ουσιών,
• διαχείριση αποβλήτων,
• δραστηριότητες σχετικές με γενετικά τροποποιημένους μικροοργανισμούς.
Στις διατάξεις του π.δ. εμπίπτει και κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, πέραν αυτών που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, αλλά με τους εξής περιορισμούς: η ευθύνη προϋποθέτει υπαιτιότητα, δηλαδή δόλο ή αμέλεια, και ζημιά στα είδη και τα φυσικά ενδιαιτήματα που προστατεύει η κοινοτική νομοθεσία και συγκεκριμένα οι οδηγίες του 1992 για τα φυσικά ενδιαιτήματα και του 1997 για τα πτηνά.
Κάθε κράτος μέλος ορίζει μιαν αρμόδια Αρχή για τους σκοπούς της οδηγίας. Στην Ελλάδα έχει ορισθεί το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), και οι Περιφέρειες. Η Αρχή έχει διπλό ρόλο: προληπτικό, καθώς πρέπει να υποχρεώσει το φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση μιας άμεσα επαπειλούμενης περιβαλλοντικής ζημίας, και αποκαταστατικό. Η Αρχή είτε υποχρεώνει το φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ή τα λαμβάνει η ίδια και επανεισπράττει στη συνέχεια τις δαπάνες από τον φορέα.
Ανάλογα με το χαρακτήρα της ζημιάς προβλέπεται και ο τρόπος αποκατάστασής της σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ. Έτσι, για τις ζημίες του εδάφους απαιτείται η απορρύπανση ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία. Στόχος είναι δηλαδή η απομάκρυνση, ο έλεγχος, ο περιορισμός ή η μείωση των ρύπων.
Για τις ζημίες στα ύδατα ή σε προστατευόμενα βιολογικά είδη και φυσικά ενδιαιτήματα, προβλέπεται η πλήρης επαναφορά τους στην αρχική κατάσταση, ή η συμπληρωματική αποκατάσταση όταν αυτή δεν είναι δυνατή. Ένας ενδιάμεσος στόχος είναι η αντισταθμιστική αποκατάσταση, που αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των προσωρινών απωλειών φυσικών πόρων κατά την περίοδο που μεσολαβεί από την επέλευση της ζημίας μέχρι την πλήρη αποκατάστασή της.
Η αρχή έχει προθεσμία πέντε (5) ετών από την ημερομηνία που άρχισε να εφαρμόζει κάποιο από τα προαναφερόμενα μέτρα, για να αναζητήσει τις δαπάνες της από το φορέα εκμετάλλευσης.
Η ευθύνη του φορέα
Ενώ ο φορέας εμφανίζεται καταρχήν να έχει ευθύνη αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από υπαιτιότητά του, μπορεί ωστόσο να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής των δαπανών στην αρμόδια αρχή αν αποδείξει ότι:
• η ζημία οφείλεται σε συμμόρφωση προς υποχρεωτική διαταγή ή εντολή δημόσιας αρχής, που οδήγησε τον φορέα εκμετάλλευσης σε ενέργειες, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του, που προκάλεσαν τη ζημιά ή την απειλή (εκτός αν τα μέτρα δόθηκαν για την αντιμετώπιση προηγούμενου γεγονότος που είχε προκληθεί σχετικά με τη δραστηριότητα του φορέα)
• η ζημία ανάγεται σε πράξη ή παράλειψη τρίτου και επήλθε παρά την ύπαρξη των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας
• ο ίδιος δεν έχει υπαιτιότητα, δηλαδή δεν έχει δόλο ή αμέλεια (πρόκειται για τη λεγόμενη νόθο αντικειμενική ευθύνη, όπου το βάρος της απόδειξης αντιστρέφεται και το φέρει ο εναγόμενος) και
-η εκπομπή ή το γεγονός που αποτελεί την άμεση αιτία της περιβαλλοντικής ζημιάς έχει προβλεφθεί ρητά στην έγκριση ή άδεια λειτουργίας του ενώ έχει τηρήσει αυστηρά τους όρους αυτής, ή
-η ζημία προκλήθηκε από εκπομπή ή δραστηριότητα που δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι θα προκαλούσε περιβαλλοντική ζημία, όταν δηλαδή η στάθμη της επιστήμης και της τεχνικής δεν ήταν ικανή να το προβλέψει.
Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που πιθανόν να επηρεαστούν από τις περιβαλλοντικές ζημίες καθώς και οι οργανισμοί προστασίας του περιβάλλοντος μπορούν να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές να αναλάβουν δράση σε περίπτωση ζημίας. Τέτοιο αίτημα έχει για παράδειγμα υποβάλει ο Δήμαρχος Οινοφύτων για τη ρύπανση του Ασωπού. Στη συνέχεια μπορούν να προσφύγουν σε δικαστήριο, ζητώντας την αξιολόγηση της νομιμότητας των αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων της αρμόδιας αρχής.
Η νομοθεσία προβλέπει ρητά τη συνεργασία μεταξύ περισσότερων κρατών μελών για την πρόληψη ή αποκατάσταση, όταν η ζημία ή η απειλή της ξεφεύγει από τα σύνορά τους.
Εγγύηση: Ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης
Η οδηγία επιλέγει να μη καθιερώσει υποχρέωση των φορέων εκμετάλλευσης να συστήσουν χρηματοοικονομική εγγύηση για να καλύψουν πιθανή αφερεγγυότητά τους. Αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να ενθαρρύνουν τους φορείς εκμετάλλευσης να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους σχετικούς μηχανισμούς κάλυψης, που μπορούν εκτός από ασφάλιση να περιλαμβάνουν και τραπεζικές εγγυήσεις, τη δημιουργία ταμείων αποζημίωσης, εγγυήσεις μητρικών προς θυγατρικές επιχειρήσεις, προϊόντα trigger και άλλα.
Ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε την υποχρεωτική κάλυψη της ευθύνης των εκμεταλλεύσεων του Παραρτήματος ΙΙΙ, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 148/2009, με χρηματοοικονομικές εγγυήσεις, όπως είναι η ιδιωτική ασφάλιση. Έτσι, από την 1η Μαϊου 2010, οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ θα υπάγονται σε υποχρεωτικό σύστημα χρηματοοικονομικής ασφάλειας, δηλαδή σε ιδιωτική ασφάλιση και άλλες μορφές χρηματοοικονομικών εγγυήσεων που θα καθορισθούν από υπουργική απόφαση συναρμόδιων Υπουργών. Για τους υπόλοιπους φορείς η κάλυψη είναι προαιρετική.
Ανοίγεται δηλαδή και νομοθετικά πλέον μια νέα αγορά για την ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχη υποχρέωση κάλυψης υπάρχει ήδη με την ΥΑ 113588/2006 για τη διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων.
Οι επαγγελματικές δραστηριότητες του Παραρτήματος ΙΙΙ
Η έννοια «επαγγελματική δραστηριότητα» ορίζεται στο άρθρο 3 του π.δ. 148/2009, που αντιστοιχεί στο άρθρο 2 της οδηγίας ως «οποιαδήποτε δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο οικονομικής δραστηριότητας ή επιχείρησης, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι ιδιωτική ή δημόσια, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα».
Το Παράρτημα ΙΙΙ απαριθμεί συγκεκριμένες, οικονομικής φύσεως και αφ’ εαυτών επικίνδυνες για το περιβάλλον δραστηριότητες, παραπέμποντας σε άλλα νομοθετήματα, και συγκεκριμένα:
-διαχείριση αποβλήτων με διαδικασίες που απαιτούν άδεια, ή γίνονται με διάθεση σε χώρους υγειονομικής ταφής ή σε μονάδες αποτέφρωσης-διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας
-απόρριψη υλικών σε εσωτερικά επιφανειακά ύδατα ή υπόγεια ύδατα σύμφωνα τις οδηγίες 76/464 ΕΟΚ και 80/68 ΕΟΚ και την αντίστοιχη εσωτερική νομοθεσία
– απόρριψη ή διοχέτευση ρυπαντών σε επιφανειακά ή υπόγεια ύδατα, άντληση και κατακράτηση ύδατος (ν. 3199/2003 και π.δ. 51/2007). Περιλαμβάνεται και η αποθήκευση, επεξεργασία και διανομή επιφανειακών ή υπόγειων υδάτων
-παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, κατεργασία, ταφή, απελευθέρωση στο περιβάλλον και μεταφορά εντός της περιμέτρου της επιχείρησης επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων, φυτοπροστατευτικών και βιοκτόνων προϊόντων
– μεταφορές επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων
– εκπομπή στον αέρα ρυπογόνων ουσιών της ΚΥΑ Η.Π. 15393/2332/2002
-οιαδήποτε περιοριζόμενη χρήση, μεταφορά και διάθεση στην αγορά γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών
-διασυνοριακή μεταφορά αποβλήτων για την οποία απαιτείται άδεια ή απαγορεύεται κατά την έννοια του κανονισμού αριθμ. 259/1993 ΕΟΚ.
Η ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου
Ιστορικά οι περιβαλλοντικές ζημίες αποτελούν ένα πεδίο όπου η ασφαλιστική βιομηχανία είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική. Αιτία, το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και, τουλάχιστον στον Ευρωπαϊκό χώρο, το γεγονός ότι η ανάληψη του κόστους από τον ρυπαίνοντα δεν ήταν πάντα υποχρεωτική.
Ήδη παλαιότερα, οι πρώτες προσπάθειες θεσμοθέτησης υποχρεωτικής ασφαλιστικής κάλυψης περιβαλλοντικής ευθύνης δεν έβρισκαν επαρκή ανταπόκριση στην αγορά. Αναζητήθηκαν εναλλακτικοί τρόποι κάλυψης, όπως η δημιουργία ταμείων (funds) κάλυψης με εισφορές από τους εν δυνάμει ρυπαίνοντες, όπως στο παράδειγμα της θαλάσσιας ρύπανσης. Επίσης, οι διακρατικές ή εσωτερικές συνεργασίες μεταξύ τραπεζών ή ασφαλιστών (pools) ή ο συνδυασμός με σχήματα αυτασφάλισης προκειμένου να κατανεμηθεί η έκθεση στον κίνδυνο, και άλλα.
Η επιλογή αν θα γίνει υποχρεωτική η πρόβλεψη χρηματοοικονομικής εγγύησης στην οδηγία προβλημάτισε έντονα τον κοινοτικό νομοθέτη, που τελικά επέλεξε να μεταθέσει στον εθνικό νομοθέτη την απόφαση. Γεγονός είναι ότι σαν πρώτη επιλογή κάλυψης της ευθύνης οι ενδιαφερόμενοι στρέφονται στην ιδιωτική ασφάλιση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αρκετά κράτη μέλη οι εθνικές αρχές είχαν σειρά επικοινωνιών με την ασφαλιστική και αντασφαλιστική αγορά στο στάδιο της νομοθετικής εναρμόνισης της οδηγίας.
Στην πλειονότητα των προγραμμάτων που προσφέρονται, η ασφάλιση περιβαλλοντικής ευθύνης εστιάζεται περισσότερο σε καλύψεις αστικής ευθύνης έναντι τρίτων.
Όμως οι αγορές έχουν ωριμάσει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν ασφαλιστικά προγράμματα που καλύπτουν αρκετά από τα ζητούμενα της οδηγίας, αν και με πλαφόν αποζημίωσης, το οποίο όμως θα μπορούσε να επεκταθεί με pooling, εκχωρήσεις και συνεργασία με τον τραπεζικό τομέα.
Βέβαια η συνεργασία είναι δυνατόν να καταλήξει σε περιορισμό του ανταγωνισμού και αύξηση τιμών, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν σε ασφαλίσεις κατά ζημιών από πυρηνικούς αντιδραστήρες και προκάλεσε την έκδοση του πρώτου Κανονισμού Απαλλαγής κατά Κατηγορία (Block Exemption Regulation) 3932/92 που αντικαταστάθηκε στη συνέχεια το 2003 και πρόσφατα τον περασμένο Μάρτιο.
Τα συλλογικά ασφαλιστικά όργανα έχουν ήδη επεξεργασθεί θέματα που αναφύονται για τις συγκεκριμένες καλύψεις και έχουν διατυπώσει κείμενα ενημέρωσης και οδηγιών, όπως ο «πρακτικός οδηγός για ασφαλιστές και διακανονιστές ζημιών» της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλιστών και Αντασφαλιστών (CEA) του 2009.
Κρίσιμα για το σχεδιασμό του προϊόντος είναι η πιθανότητα επέλευσης του κινδύνου και η πιθανή έκταση της ζημιάς, η συμπληρωματικότητα με υφιστάμενα ασφαλιστικά προϊόντα και η δυνατότητα ένταξης της κάλυψης σ’ αυτά με πρόσθετες πράξεις, το πρόβλημα των πολλαπλών αξιώσεων με βάση το ίδιο γεγονός. Επίσης, η μεθοδολογία και τα κριτήρια αξιολόγησης του κινδύνου και η αναδρομή σε ιστορικές/ στατιστικές πηγές πληροφοριών προκειμένου να εξαχθούν μοντέλα των παραμέτρων του ρίσκου.
Με δεδομένο ότι πολλές από τις δραστηριότητες του Παραρτήματος ΙΙΙ είναι αναπόφευκτα τμήμα της πραγματικότητάς μας, η κάλυψη του περιβαλλοντικού κινδύνου είτε αυτόνομα είτε συμπληρωματικά με άλλα χρηματοοικονομικά μέσα είναι ένα νέο στοίχημα για την ασφαλιστική αγορά.
Πηγή: www.insuranceworld.gr
Αναδημοσίευση από :ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΑΝΕΛΑΚΗ