Λεξικό Ασφαλιστικών Όρων

Αντασφάλιση: Αντασφάλιση είναι η ασφάλιση της ασφαλιστικής εταιρίας σε μία άλλη εξειδικευμένη αντασφαλιστική εταιρία, στην οποία θεωρείται πελάτης η ασφαλιστική εταιρία και αναλαμβάνει συνήθως μέρους του κινδύνου – της ασφαλιστικής κάλυψης που προσέφερε ο ασφαλιστής στους πελάτες του. Η αντασφαλιστική εταιρία ασφαλίζει μόνο ασφαλιστικές εταιρίες και όχι ιδιώτες. Σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 2002/92/ΕΚ ως «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση, πλην των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή κινδύνων τους οποίους έχει ασφαλίσει ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση.

Αντικείμενο Ασφάλισης:Οποιαδήποτε περιουσία (π.χ. οικία, εργοστάσιο, αυτοκίνητο, σκάφος) ή οποιοδήποτε γεγονός που όταν συμβαίνει προκαλεί την δημιουργία ή την απώλεια νομικού δικαιώματος του ασφαλισμένου.
Αποζημίωση: Είναι το ποσό που καταβάλλει η ασφαλιστική εταιρία στον ασφαλιζόμενο σε περίπτωση επέλευσης ζημίας. Πιο εξειδικευμένα είναι η ασφαλιστική αρχή, με την οποία επιδιώκει ο ασφαλιστικής να φέρει τον ασφαλισμένο όσο το δυνατόν στην ίδια θέση που ήταν πριν συμβεί η ζημία.
Ασφαλιζόμενο Κεφάλαιο ή Ασφαλιστικό Ποσό: Είναι το ανώτατο όριο ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρίας, το οποίο αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, συμφωνείται μεταξύ του λήπτη της ασφάλισης ή/και ασφαλιζομένου και ασφαλιστικής εταιρίας και με βάση αυτό υπολογίζονται τα ασφάλιστρα. Ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιστικό συμφέρον πρέπει να είναι το ένα και το αυτό για να θεωρείται πλήρης η ασφαλιστική κάλυψη.
Ασφάλιση: Ως «ασφάλιση» ορίζεται η σύναψη σύμβασης με την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους αποζημιώνεται από τον άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης ζημίας, εισπράττοντας τη συμφωνημένη αποζημίωση, π.χ. ασφαλίζω το σπίτι, το αυτοκίνητο, τη ζωή μου, κ.τ.λ.. Ασφάλιση επίσης είναι ένα κοινό ταμείο στο οποίο συμμετέχουν πολλοί για να καλύψουν τους ίδιους από μία τυχαία και μη αναμενόμενη ζημία που μπορεί να επέλθει οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης.
Ασφαλισμένος: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατονομάζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και υπέρ του οποίου ισχύει η ασφάλιση.
Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο: Ασφαλιστήριο συμβόλαιο ονομάζεται το ιδιωτικό συμφωνητικό σε έγγραφη μορφή, με το οποίο αποδεικνύεται η ασφαλιστική κάλυψη. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκδίδεται αποκλειστικά και μόνο από την ασφαλιστική εταιρία και φέρει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας, διαφορετικά δεν έχει καμία ισχύ. Στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιγράφονται οι κίνδυνοι για τους οποίους καλύπτεται ο ασφαλισμένος καθώς και τα ποσά για τα οποία του παρέχεται η ασφαλιστική κάλυψη.
Ασφαλιστική Αξία: Ως ασφαλιστική αξία νοείται η αντικειμενική, πραγματική αξία ενός πραγματικού αντικειμένου, μία συγκεκριμένη στιγμή. Εξ΄ορισμού η ασφαλιστική αξία αφορά μόνο τις ασφαλίσεις ζημιών πραγμάτων, όπου μπορεί κανείς να προσδιορίσει την πραγματική, αντικειμενική αξία των πραγμάτων αυτών σε χρήμα. Στην ασφαλιστική αξία υπάρχουν στις δεδομένες «στιγμές» αυξομειώσεις λόγω παλαιότητας, υποτίμησης ή διαφοροποίησης.

Ασφαλιστική Εταιρία: Η ασφαλιστική εταιρία είναι η εταιρία που ασφαλίζει τους πελάτες της για τους περιγραφόμενους στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο κινδύνους και αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα στον δικαιούχο σε περίπτωση επέλευσης ζημίας. Η ασφαλιστική εταιρία πρέπει να έχει σύμφωνα με το Ν.400/1970 οπωσδήποτε μεγάλη κεφαλαιουχικής βάση και υψηλή φερεγγυότητα. Οι ασφαλιστικές εταιρίας χωρίζονται ανάλογα με το αντικείμενό που εξασκούν σε 2 κατηγορίες:
α. Ασφαλιστικές Εταιρίες κατά Ζημιών, που ασκούν ασφαλίσεις κατά ζημιών
β. Ασφαλιστικές Εταιρίες που ασκούν ασφαλίσεις Ζωής.

Ασφαλιστικό Συμφέρον: Το ασφαλιστικό συμφέρον είναι η οικονομικής φύσης σχέση προσώπου προς αγαθό. Αυτή η σχέση μπορεί να είναι νομικής φύσεως, δηλαδή κυριότητα ή να απορρέει από επικαρπία ή από άλλο έννομο συμφέρον, π.χ. ενοικίαση ακινήτου.
Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής: Ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής είναι το πρόσωπο που διαμεσολαβεί ανάμεσα στον πελάτη –ασφαλιζόμενο και στην (αντ-) ασφαλιστική εταιρία, ο οποίος σύμφωνα με πρόσφατη οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να κατέχει επαρκείς γνώσεις και ικανότητες για ασκήσει το επάγγελμά του, κατόπιν εξετάσεων. Θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής όπου έχει τη διαμονή του ή την κεντρική του διοίκηση, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτει αυστηρά επαγγελματικά προσόντα όσον αφορά την ικανότητα, την καλή φήμη, την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης και την χρηματοοικονομική του ικανότητα. Επίσης, οι (αντ-) ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές οφείλουν να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, η οποία καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη εγγύηση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ ανά απαίτηση και 1.500.000 ευρώ συνολικά κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, εκτός εάν η εν λόγω ασφάλιση ή άλλη ανάλογη εγγύηση παρέχεται ήδη από ασφαλιστική, αντασφαλιστική ή άλλη επιχείρηση, για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ή από την οποία εξουσιοδοτείται να ενεργεί ο (αντ-) ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ή εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειες του διαμεσολαβητή.
Ως ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές θεωρούνται οι παρακάτω κατηγορίες:
α. Ασφαλιστικός Σύμβουλος: Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης στους πελάτες του ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος υπογράφει μία σύμβαση συνεργασίας έναντι προμήθειας με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων συμβολαίων ούτε εκπροσωπεί τις ασφαλιστικές εταιρίες.
β. Ασφαλιστικός Πράκτορας: Είναι ο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών εταιριών. Ο ασφαλιστικός πράκτορας υπογράφει σύμβαση συνεργασίας με τις ασφαλιστικές εταιρίες, έναντι προμήθειας, και έχει το δικαίωμα να παρουσιάζει, να προτείνει, να προσυπογράφει ή να συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μίας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών εταιριών ασφαλιστικές συμβάσεις. Έχει υποχρέωση να παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επέλευσης ασφαλιστικής περίπτωσης.
γ. Μεσίτης Ασφαλίσεων: Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ΄ εντολή του ασφαλισμένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής εταιρίας να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή/και αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την (αντ-) ασφαλιστική εταιρία και την έγκριση του (αντ-) ασφαλιζόμενου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης κινδύνου. Ο μεσίτης ασφαλίσεων συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με τις (αντ-) ασφαλιστικές εταιρίες έναντι προμήθειας, την οποία του καταβάλλουν αυτές και όχι ο πελάτης-ασφαλιζόμενος.
Ασφαλιστικός Κίνδυνος: Ο όρος ασφαλιστικός κίνδυνος χρησιμοποιείται με τρεις διαφορετικές έννοιες:
α. Το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή η οικία, το αυτοκίνητο, το σκάφος, το πρόσωπο, κ.τ.λ.
β. Η αβεβαιότητα ή την πιθανότητα του ζημιογόνου γεγονότος και των διαστάσεων ζημίας, που μπορεί να προκληθούν.
γ. Το ζημιογόνο γεγονός, έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση.

Β

Γ
Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης: Τα Γραφεία και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις – μέλη τους που έχουν λάβει την άδεια ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, αποτελούν την βάση του συστήματος Πρασίνων Καρτών. Χορηγούν στα μέλη τους τις Πράσινες Κάρτες και παρέχουν εγγύηση που εξασφαλίζει την δίκαιη αποζημίωση των ζημιωθέντων τρίτων. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα στη χώρα του ατυχήματος. Η ύπαρξη της Πράσινης Κάρτας διευκολύνει τον αυτοκινητιστή σε περίπτωση ατυχήματος σε οποιοδήποτε κράτος του Συστήματος διότι διαπιστώνεται αμέσως η ασφαλιστική του κάλυψη από τον συγκεκριμένο ασφαλιστή και έτσι επιταχύνεται η καταβολή αποζημιώσεως προς τον ζημιωθέντα.
α. Γραφείο Πληρωμών: είναι το Γραφείο το οποίο είναι αρμόδιο για τις Πράσινες Κάρτες που χορηγούν τα μέλη του (ασφαλιστικές επιχειρήσεις) στους ασφαλισμένους τους. Εγγυάται την κάλυψη του ασφαλισμένου σύμφωνα με τη νομοθεσία του τόπου του ατυχήματος, ακόμα και σε περίπτωση μη φερεγγυότητας του ασφαλιστή.
β. Γραφείο Διακανονισμού: είναι το Γραφείο της χώρας του ατυχήματος. Αυτό είναι αρμόδιο για το χειρισμό και διακανονισμό της ζημίας που συνέβη στη χώρα του και προκλήθηκε από όχημα που καλύπτεται από έγκυρη Πράσινη Κάρτα ή έχει πινακίδα κυκλοφορίας κράτους-μέλους του ΕΟΧ. Το Γραφείο αυτό είναι υπεύθυνο να χειριστεί τη ζημία όπως εάν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε εκδοθεί από το ίδιο το Γραφείο. Αυτό σημαίνει ότι το Γραφείο Διακανονισμού ενεργεί όπως ακριβώς θα ενεργούσε μία ασφαλιστική εταιρία στη χώρα του. Λαμβάνει δηλώσεις ατυχήματος, δικαστικές κλήσεις και αγωγές που αφορούν το ατύχημα, αναλαμβάνει έρευνες και καταβάλλει αποζημιώσεις. Επιπλέον έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει τα συμφέροντα του ξένου ασφαλιστή που εξέδωσε την Πράσινη Κάρτα ή το ασφαλιστήριο, όπως θα έκανε εάν το ίδιο είχε εκδώσει τα έγγραφα αυτά.

Δ
Δικαιούχος Αποζημίωσης: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει καθοριστεί να εισπράξει το ασφαλιζόμενο ποσό σε περίπτωση ζημίας.

Ε
Επασφάλιστρο: Το επασφάλιστρο είναι το επιπλέον ασφάλιστρο που καλείται να πληρώσει ο ασφαλιζόμενος σε περίπτωση που η κάλυψη που επιθυμεί είναι πιο επικίνδυνη από την κανονική, συνήθως λόγω ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών ορισμένων επαγγελμάτων ή λόγω υγείας

Ζ
Ζημία: Η απρόβλεπτη και ξαφνική ολική ή μερική καταστροφή πράγματος από αδέξιο χειρισμό ή ατύχημα ή/και μερική ή ολική καταστροφή ή απώλεια οικονομικού αγαθού. Γενικότερα για οποιοδήποτε ηθικό ή άλλο κακό παθαίνει κάποιος, που καλύπτεται από ασφαλιστήριο συμβόλαιό του

Η

Θ

Ι
Ιπποδύναμη: Η ισχύς μιας μηχανής σε ίππους: μιας μηχανής / ενός αυτοκινήτου.

Κ

Λ
Λήπτης της Ασφάλισης ή Συμβαλλόμενος: Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει την ασφάλιση με την ασφαλιστική εταιρία. Ο συμβαλλόμενος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον ασφαλιζόμενο αρκεί να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική, επαγγελματική ή άλλη σχέση που δικαιολογεί το ασφαλιστικό ενδιαφέρον του συμβαλλόμενου για το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Μ

Ν

Ξ

Ο
Οικιακή Περιουσία, Οικοσκευή: Το σύνολο των κινητών αντικειμένων (έπιπλα, σκεύη κτλ.) που συνήθ. υπάρχουν σε κάθε σπίτι, νοικοκυριό.

Π
Πολλαπλή Ασφάλιση – Συνασφάλιση: Συνασφάλιση είναι η ασφάλιση ενός ορισμένου πράγματος κατά του ίδιου κινδύνου σε 2 ή περισσότερες ασφαλιστικές εταιρίες. Οι ασφαλίσεις αυτές είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ζημίας ή αναλογικά για την κάθε μία ασφαλιστική εταιρία που συμμετέχει στην κάλυψη του κινδύνου μέχρι το ποσό που ασφαλίζει με την σύμβασή του. Ο λήπτης της ασφάλισης οφείλει να γνωστοποιεί σε κάθε μία ασφαλιστική εταιρία που πρόκειται να συμμετάσχει στην κάλυψη του κινδύνου την ύπαρξη και των άλλων συνασφαλίσεων.
Πρόταση Ασφάλισης: Μία αίτηση για ασφάλιση συνήθως σε έντυπη μορφή.

Ρ

Σ

Τ

Υ
Υπασφάλιση: Υπασφάλιση υπάρχει όταν το καλυπτόμενο ασφαλιζόμενο κεφάλαιο ή ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία της περιουσίας που ασφαλίζεται. Αν υπάρξει υπασφάλιση, τότε σε περίπτωση επέλευσης ζημίας, η αποζημίωση είναι ανάλογη με τη σχέση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλιστικού ποσού-ασφαλιζόμενου κεφαλαίου.
Υπερασφάλιση: Υπερασφάλιση υφίσταται όταν το καλυπτόμενο ασφαλιζόμενο κεφάλαιο ή ασφαλιστικό ποσό είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία του πράγματος. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε ακούσια υπερτίμηση της ασφαλιστικής αξίας του πράγματος, είτε σε εκούσια δόλια πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης –ασφαλιζόμενου. Ανεξάρτητα αν συμβαίνει το ένα ή το άλλο και του λόγους στους οποίους οφείλεται, αντίκειται τόσο στην ασφαλιστική αρχή διαχείρισης κινδύνου, όσο και στην υφιστάμενη νομοθεσία.

Φ

Χ

Ψ

Ω