Υψηλή αποζημίωση ύψους 900.000 ευρώ για ηθική βλάβη και ψυχική οδύνη υποχρεώνεται να καταβάλλει το ελληνικό Δημόσιο για τροχαίο, όπου έχασε τη ζωή του συνεπιβάτης λόγω πρόσκρουσης του οχήματος σε παράνομη διαφημιστική πινακίδα.
Είναι γνωστή η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας έναντι των πελατών της για τις πράξεις ή παραλείψεις των πρακτόρων της, που έχουν δικαίωμα να την εκπροσωπούν και να υπογράφουν ασφαλιστήρια για λογαριασμό της.
Υπάρχει όμως τέτοια ευθύνη και για τις πράξεις του ασφαλιστικού συμβούλου, που δεν έχει μεν το δικαίωμα να την εκπροσωπεί, υπογράφοντας για λογαριασμό της, ωστόσο, όπως προβλέπει ο νόμος, προτείνει και προπαρασκευάζει τις ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό της; Και πώς προστατεύεται ο πελάτης, αν ο ασφαλιστικός σύμβουλος τον πείθει ότι έχει πολύ περισσότερα δικαιώματα από αυτά που πράγματι του δίνει η σύμβαση, καταχρώμενος τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, για να επιτύχει την πώληση του συμβολαίου;
Στην περίπτωση που ακολουθεί, ο Άρειος Πάγος, με την απόφαση 1856/2009, λύνει το ζήτημα αυτό υπέρ του ασφαλισμένου, εφόσον ο ασφαλιστικός σύμβουλος ενεργεί ως «προστηθείς» της ασφαλιστικής εταιρείας, δηλαδή υποκείμενος στον έλεγχο ή έστω στην επίβλεψή της. Δεν αλλάζει κάτι αν συνδέονται με σύμβαση έργου και όχι με σχέση εξαρτη¬μένης και ότι δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων και εκπροσώπησης της εταιρείας.
Ο ασφαλιστικός σύμβουλος έπεισε την ασφαλισμένη να συμβληθεί σε επενδυτικό πρόγραμμα ασφάλισης ζωής, καθώς δήθεν δεν διακινδύνευε το κεφάλαιό της και ήταν σε θέση να το αναλάβει ολόκληρο οποτεδήποτε. Αν μάλιστα υπήρχαν κέρδη από το επενδυόμενο κεφάλαιο, δεν χρειαζόταν να καταβάλει τα ετήσια ασφάλιστρα. Αποτέλεσμα ήταν, ότι η σύμβαση ακυρώθηκε, λόγω μη πληρωμής του ασφαλίστρου.
Η υπόθεση έχει ως εξής: *
«…… Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Μεταξύ των εναγομένων κατηρτίσθη εγγράφως η από 25.01.1991 σύμβαση ασφολειομεσίτη [σημ.: δηλ. ασφαλιστικού συμβούλου με τον σημερινό όρο του νόμου], δυνάμει της οποίας ο πρώτος των εναγομένων, ανέλαβε έναντι προμηθείας κατά κλάδο ασφάλισης, να διαμεσολαβεί για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμ¬βάσεων μεταξύ της δευτέρας εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας και τρίτων προσώπων που θα πρότεινε ο πρώτος εναγόμενος. Στο άρθ. 2 της εν λόγω σύμβασης προσδιορίζονται οι υποχρεώσεις αυτού, στο δε αρ. 4 αποσα¬φηνίζεται και δηλώνεται ότι η εν λόγω σύμβαση είναι η υπό του αρ. 22 ν.δ. 400/1970 και το αρ. 6 του β.δ. 503/1972 προβλεπόμενη τοιαύτη, ήτοι της συμβάσεως έργου, και ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θε¬ωρηθεί ή ερμηνευθεί σαν σχέση εργασίας, ή μίσθωσης υπηρεσίας εν γένει.
Ο πρώτος εναγόμενος, που τελευταίως, αντί για ασφαλειομεσίτης, προσδιορί¬ζεται στο νόμο και στις συναλλαγές ως ασφαλιστικός σύμβουλος, με βάση τη σύμ¬βαση αυτή έργου προτείνει, για λογαριασμό της εναγομένης, ασφαλιστικές λύσεις στους ενδιαφερόμενους να ασφαλισθούν πελάτες, χωρίς το δικαίωμα επί ποινή ακυρότητος της σύμβασης (αρ. 5 περ. 5.) εκπροσώπησης και υπογραφής ασφαλιστη¬ρίων.
Για τον τρόπο δε εκπληρώσεως των καθηκόντων του, αυτός ακολουθούσε τις συμφωνημένες ως άνω οδηγίες, που αναγράφονται στο αρ. 2 της σύμ¬βασης, και ειδικότερα για κάθε προτεινόμενη συνεργασία υποβάλλεται από τον πρώτο εναγόμενο προς την δευτέρα εναγομένη, ειδικό έντυπο, που χορηγεί αυτή, κατά κλάδο ασφάλισης, υπογεγραμμένο από τον πελάτη και τον πρώτο εναγόμενο και για κάθε δημοσίευση ή διαφήμιση που έχει σχέση με τη δευτέρα εναγομένη πρέπει ο πρώτος εναγόμενος να ζητάει την προηγούμενη έγγραφη έγκρισή της. Εξ’ αυτών αποδεικνύεται ότι με βάση τις οδηγίες της δευτέρας εναγομένης, συνιστάμε¬νες στον καθορισμό του πλαισίου εντός του οποίου έπρεπε να κινηθεί ο πρώτος ε¬ναγόμενος, αυτός προέβη στις διαπραγματεύσεις με την ενάγουσα, προκειμένου να καταρτισθούν μεταξύ αυτής και της δευτέρας εναγομένης οι παρακάτω επίδικες ασφαλιστικές συμβάσεις. Δικαίωμα ελεύθερης δράσης, μη υπακούων σε οδηγίες της δευτέρας εναγομένης, ο πρώτος εναγόμενος είχε, ως εργολάβος, ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο ανεύρεσης πελατών.
Ακόμα δέχθηκε το Εφετείο ότι η ενάγουσα το μήνα Μάιο 1999, ήλθε σε επικοινωνία με τον πρώτο ενα¬γόμενο, ασφαλιστικό σύμβουλο της δευτέρας εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, προκειμένου να συνάψει ασφαλιστική σύμβαση ζωής με τη δευτέρα, συνδεδεμένη με επενδύσεις προς εξασφάλιση των τέκνων της … και… δήλωσε δε σε αυτόν, ότι επιθυμεί μία ασφάλιση, χωρίς να διακινδυνεύσει το κεφάλαιό της και να είναι σε θέση να το αναλάβει ολόκληρο οποτεδήποτε. Ο εν λόγω εναγόμενος της πρότεινε να υπογράψει ασφαλι¬στική σύμβαση και να συμμετάσχει έτσι στο ασφαλιστικό πρόγραμμα «μεταβλητό κεφάλαιο – …. Σύνταξη» και παράλληλα τη διαβεβαίωσε ψευδώς, εν γνώσει τελών της αναληθείας, ότι, το κεφάλαιο που θα κατέ¬θετε, ως επενδυτικό ασφάλιστρο για τη συμμετοχή της στο εν λόγω πρόγραμμα, θα μπορούσε να το αναλάβει οποτεδήποτε ολόκληρο, πλέον κερδών αν υπήρχαν. Απέκρυψε δε το αληθές ότι, το προς ανάληψη ποσό του κεφαλαίου ήταν συνδεδεμένο με τη διακύμανση της τιμής του ενεργητικού του μεταβλητού κεφαλαίου.
Έτσι η ενάγουσα επειδή πείσθηκε στις «ανωτέρω ψευδείς διαβεβαιώσεις του ασφαλιστικού συμβούλου, της δευτέρας ε¬ναγομένης, υπέβαλε προς αυτή την από 27.5.1999 αίτηση για συμμετοχή της στο εν λόγω ασφαλιστικό πρό¬γραμμα και εκδόθηκαν από την εναγομένη τα σχετικά υπ’ αριθ. … και … ασφαλιστήρια συμβόλαια, με συμ¬βαλλόμενη την ίδια ατομικά και στο όνομα των ασφαλιζομένων τέκνων της. Για κάθε ασφα¬λιστήριο συμβόλαιο η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των… ευρώ και συνολικώς το ποσό των … ευρώ. Από το ποσό αυτό ένα τμήμα του εκ … ευρώ χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση των ετησίων τακτικών ασφαλίστρων και το υπόλοιπο ποσό των … ευρώ χρησιμοποιήθηκε ως έκτακτο επενδυτικό ασφάλιστρο για την αγορά μερι¬δίων στο ως άνω πρόγραμμα «…..Σύνταξη». Μετά δύο περίπου μήνες από την κατάρτιση των ανωτέρω ασφαλιστικών συμβάσεων, η ενάγουσα, έχουσα υπ’ όψιν τις ανωτέρω ψευδείς διαβεβαιώσεις του πρώ¬του εναγομένου, στις 20.7.1999 συνήψε με την δευτέρα εναγομένη, το υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στο οποίο ασφαλισμένη είναι η ίδια και κατέβαλε το ποσό των … ευρώ. Από το ποσό αυτό, τμήμα του εκ … ευρώ χρησιμοποιήθηκε ως τακτικό ασφάλιστρο και το υπόλοιπο ποσό χρησιμοποιήθηκε ως έκτακτο επενδυ¬τικό ασφάλιστρο για την αγορά μεριδίων στο ως άνω πρόγραμμα.
Στις 15.10.1999 κατέβαλε και το ποσό των… ευρώ, που χρησιμοποιήθηκε από την δευτέρα εναγομένη ως έκτακτο ασφάλιστρο. Και για τα τρία ασφαλι¬στήρια συμβόλαια η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των… ευρώ.
Η ενάγουσα, κατά την παραλαβή των ανωτέρω ασφαλιστηρίων συμβολαίων, είχε δικαίωμα, κατά το αρ- 2 § 5 του ν. 2496/1997, να προβεί προς τη δευτέρα εναγομένη, σε δήλωση εναντίωσης συμπληρώνουσα τα συνημμένα σε αυτά σχετικά έντυπα υποδείγματα και να θεωρηθούν άκυρα τα εν λόγω ασφαλιστήρια συμβόλαια. Πλην όμως είχε πεισθεί στις ανωτέρω διαβε¬βαιώσεις του πρώτου εναγομένου (ότι είχε δυνατότητα ανάληψης ολοκλήρου του κεφαλαίου οποτεδήποτε με¬τά των τυχόν κερδών) και δεν προέβη στις ανωτέρω δηλώσεις εναντίωσης.
Το επόμενο έτος 2000, τους μήνες Απρίλιο και Ιούνιο, τα ασφαλιστήρια ακυρώθηκαν, επειδή η ενάγουσα δεν πλήρωσε τα ετήσια α¬σφάλιστρα για το έτος 2000-2001. Η μη πληρωμή των ασφαλίστρων έγινε, επειδή ο πρώτος εναγόμενος διαβεβαίωσε την ενάγουσα ψευδώς, πως η καταβολή των ασφαλίστρων δεν ήταν απαραίτητη, στην πε¬ρίπτωση που υπάρχουν κέρδη. Το αληθές όμως ήταν, ότι η ενάγουσα μόνο μετά την καταβολή τριών ετησί¬ων ασφαλίστρων, θα μπορούσε να εξαγοράσει τα μερίδια στα οποία είχαν μετατραπεί τα χρήματα της, με βάση την τρέχουσα τιμή αυτών (των μεριδίων). Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι ενόψει της ακύρωσης των συμ¬βολαίων, η ενάγουσα ζήτησε από τον πρώτο εναγόμενο την απεμπλοκή της από τις ασφαλιστικές συμβάσεις και την επιστροφή των χρημάτων της. Μετά από συνεχείς και έντονες οχλήσεις της ενάγουσας, ο πρώτος ε¬ναγόμενος παραδέχτηκε ότι αναληθώς διαβεβαίωσε την ενάγουσα, ότι δηλαδή το κεφάλαιο μπορεί αυτή να το εισπράξει ακέραιο οποτεδήποτε, και μάλιστα συνέταξε το από 15.7.2003 ιδιόγραφο σημείωμα που παρέδωσε στην ενάγουσα, για να αποτελέσει τη βάση της επιστολής της, που αυτή θα έστελνε προς τη δευτέρα εναγο¬μένη, προς επιστροφή των χρημάτων της….
Συνεπώς, ο πρώτος εναγόμενος ενεργών εντός των πλαισίων των καθηκόντων του, ως ασφαλιστικός σύμβουλος της δευτέρας εναγομένης και υπό τις οδηγίες αυτής προς πλήρη και ορθή ενημέρωση του ενδια¬φερομένου να ασφαλισθεί, ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της μέλλουσας να συναφθεί ασφάλισης, κατά τα εν αρχή προεκτεθέντα, εκ προθέσεως, παρά τον νόμο και τις οδηγίες της δευτέρας εναγομένης, προκάλεσε ζημία στην ενάγουσα, ίση με το απωλεσθέν ποσό του κεφαλαίου της εξ … ευρώ (αρ. 914 Aστικού Κώδικα). Το ποσό αυτό της ζη¬μίας είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν οι εναγόμενοι στην ενάγουσα και δη ο μεν πρώτος εναγόμενος ως μετελθών την περιγραφείσα ως άνω απάτη, η δε δευτέρα εναγομένη λόγω της αποδειχθείσης σχέσης προστήσεως μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου. Με βάση τις παραδοχές αυτές, ορθώς το Εφετείο έκρινε ότι υπάρχει σχέση προστήσεως μεταξύ των εναγομένων, αφού ο πρώτος εκτελώντας τις οδηγίες που είχε λάβει από την δεύτερη προέβη στη σύναψη των ανωτέρω ασφαλιστικών συμβάσεων, στο πλαίσιο δε αυτής της σχέ¬σεως προκάλεσε στην ενάγουσα παρανόμως και υπαιτίως την εκτεθείσα ζημία».
* Αναδημοσίευση από την Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου, τόμ. Δ’/2010 σελ. 935
Πηγή: www.insuranceworld.gr
Αναδημοσίευση από :ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΑΝΕΛΑΚΗ